σιτεμπόριο

σιτεμπόριο
το
εμπόριο σίτου ή σιτηρών: Ο πατέρας του ασχολείται με το σιτεμπόριο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σιτεμπόριο — το, Ν βλ. σιτεμπορία …   Dictionary of Greek

  • σιτεμπορία — η, και σιτεμπόριο, το, Ν εμπόριο σιταριού και άλλων δημητριακών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίτος + εμπορία / εμπόριο (< έμπορος). Ο τ. σιτεμπορία μαρτυρείται από το 1891 στον Ιωάννη Φιλήμονα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”